Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κομματιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κομματιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kɔmaˈtçazɔ] VERB μεταβ

1. κομματιάζω (αντικείμενα):

κομματιάζω

2. κομματιάζω (κρέας: τεμαχίζω):

κομματιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский