Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοκκαλιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοκκαλιά|ζω <-σα, -σμένος> [kɔkaˈʎazɔ] VERB αμετάβ

κοκκαλιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский