Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κλεφτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κλεφτ|ός <-ή, -ό> [klɛfˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. κλεφτός (κλεμμένος):

κλεφτός

2. κλεφτός μτφ (ματιά κτλ):

κλεφτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский