Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κερώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [cɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

κερώνω

II . κερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [cɛˈrɔnɔ] VERB αμετάβ (χλομιάζω)

κερώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский