Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κελεπούρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κελεπούρι [cɛlɛˈpuri] SUBST ουδ

1. κελεπούρι (ανέλπιστη τύχη):

κελεπούρι
Glücksfall αρσ

2. κελεπούρι (ανέλπιστο εύρημα):

κελεπούρι

3. κελεπούρι (φτηνό εμπόρευμα, ευκαιρία):

κελεπούρι
Schnäppchen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский