Ελληνικά » Γερμανικά

I . κατσούφ|ης <-α, -ικο> [kaˈtsufis] ΕΠΊΘ

κατσούφης

II . κατσούφ|ης <-α, -ικο> [kaˈtsufis] SUBST αρσ/θηλ

κατσούφης
Griesgram αρσ
κατσούφης
κατσούφης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский