Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατηγορούμενο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατηγορούμενο [katiɣɔˈrumɛnɔ] SUBST ουδ ΓΛΩΣΣ

κατηγορούμενο
κατηγορούμενο
Prädikativ(um) ουδ
επιρρηματικό κατηγορούμενο

Παραδειγματικές φράσεις με κατηγορούμενο

επιρρηματικό κατηγορούμενο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский