Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατευνασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατευνασμός [katɛvnazˈmɔs] SUBST αρσ

1. κατευνασμός (γενικά):

κατευνασμός
Milderung θηλ

2. κατευνασμός (πόνου):

κατευνασμός
Linderung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский