Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταχειροκροτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταχειροκροτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [kataçirɔkrɔˈtɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με καταχειροκροτώ

καταχειροκροτώ κάτι/κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский