Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταστολή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταστολή [katastɔˈli] SUBST θηλ (κατάπνιξη, συγκράτηση)

καταστολή

Παραδειγματικές φράσεις με καταστολή

καταστολή θηλ θορύβου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский