Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατανέμω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατ|ανέμω <-ένειμα, -ανεμήθηκα, -ανεμημένος> [kataˈnɛmɔ] VERB μεταβ

κατανέμω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский