Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταθλίβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατ|αθλίβω <-έθλιψα, -αθλιμμένος> [kataˈθlivɔ] VERB μεταβ

καταθλίβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский