Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταβρέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταβρ|έχω <-εξα, -άχηκα, -εγμένος> [kataˈvrɛxɔ] VERB μεταβ

1. καταβρέχω (ψεκάζω: χόρτο κτλ):

καταβρέχω

2. καταβρέχω (χύνοντας):

καταβρέχω

3. καταβρέχω (κάνω μούσκεμα):

καταβρέχω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский