Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρυδένιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρυδένι|ος <-α, -ο> [kariˈðɛɲɔs] ΕΠΊΘ

1. καρυδένιος (από ξύλο καρυδιάς):

καρυδένιος
Nussbaum-

2. καρυδένιος (φτιαγμένος με καρύδι):

καρυδένιος
Walnuss-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский