Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρπί|ζω <-σα, -σμένος> [karˈpizɔ] VERB αμετάβ

καρπίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский