Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρμινικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρμινικ|ός <-ή, -ό> [karminiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΧΗΜ

καρμινικός
Karmin-
Karminsäure θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский