Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρικώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρικώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kariˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. καρικώνω (παντελόνι):

καρικώνω

2. καρικώνω (κάλτσα):

καρικώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский