Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καραβοκύρισσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καραβοκύρ|ης <-ηδες> [karavɔˈciris] SUBST αρσ, καραβοκύρισσα [karavɔˈcirisa] SUBST θηλ

1. καραβοκύρης (πλοιοκτήτης):

Schiffseigentümer(in) αρσ (θηλ)

2. καραβοκύρης (πλοίαρχος):

Kapitän αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский