Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καμινέτο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καμινέτο [kamiˈnɛtɔ] SUBST ουδ

1. καμινέτο (μικρή φορητή εστία):

καμινέτο

2. καμινέτο (για συγκόλληση μετάλλων):

καμινέτο
Lötlampe θηλ

3. καμινέτο (γενικότερα: μικρή συσκευή):

καμινέτο
Brenner αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский