Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλοκοιτάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλοκοιτά|ζω <-ξα> [kalɔciˈtazɔ] VERB μεταβ

1. καλοκοιτάζω (κοιτάζω καλά):

καλοκοιτάζω

2. καλοκοιτάζω (κοιτάζω με καλό μάτι):

καλοκοιτάζω

3. καλοκοιτάζω (εποφθαλμιώ):

καλοκοιτάζω κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με καλοκοιτάζω

καλοκοιτάζω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский