Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλλιγραφία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλλιγραφία [kaliɣraˈfia] SUBST θηλ

1. καλλιγραφία (τέχνη):

καλλιγραφία
Kalligrafie θηλ
καλλιγραφία

2. καλλιγραφία (ωραίος χαρακτήρας, ειδικός γραφικός τύπος):

καλλιγραφία
Schönschrift θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский