Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καινοτόμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καινοτόμος [cɛnɔˈtɔmɔs] SUBST mf

καινοτόμος
Neuerer αρσ (Neuerin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский