Ελληνικά » Γερμανικά

καθα|γιάζω <-γίασα, -γιάστηκα, -γιασμένος> [kaθaˈjazɔ] VERB μεταβ

καθαγιάζω
καθαγιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский