Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καίριος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καίρι|ος <-α, -ο> [ˈcɛriɔs] ΕΠΊΘ

1. καίριος (εύθετος):

καίριος

2. καίριος (σημασία, υπόθεση):

καίριος

3. καίριος (θανατηφόρος):

καίριος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский