Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κέντημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κέντημα [ˈcɛndima] SUBST ουδ

1. κέντημα (κέντρισμα):

κέντημα
Stich αρσ

2. κέντημα μτφ (πείραγμα):

κέντημα
Stichelei θηλ

3. κέντημα (τέχνη):

κέντημα
Sticken ουδ

4. κέντημα (το έργο):

κέντημα
Stickerei θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский