Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάψιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάψιμο [ˈkapsimɔ] SUBST ουδ

1. κάψιμο (η πράξη):

κάψιμο
Verbrennung θηλ

2. κάψιμο (αίσθημα):

κάψιμο
Brennen ουδ

3. κάψιμο (σημάδι):

κάψιμο
Brandstelle θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский