Ελληνικά » Γερμανικά

κάλιο [ˈkaliɔ] SUBST ουδ

κάλιο
Kalium ουδ
ανθρακικό κάλιο
αργιλικό κάλιο
θειικό κάλιο
Kaliumsulfat ουδ
θειούχο κάλιο
Kaliumsulfid ουδ
μαγκανικό κάλιο
νιτρικό κάλιο
Salpeter αρσ
νιτρώδες κάλιο
Kaliumnitrit ουδ
οξικό κάλιο
Kaliumacetat ουδ
φθοριούχο κάλιο
Kaliumfluorid ουδ
χλωρικό κάλιο
Kaliumchlorat ουδ
χλωριούχο κάλιο
Kaliumchlorid ουδ
χρωμικό κάλιο
Kaliumchromat ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με κάλιο

αργιλικό κάλιο
θειικό κάλιο
θειούχο κάλιο
νιτρικό κάλιο
Salpeter αρσ
νιτρώδες κάλιο
οξικό κάλιο
χλωρικό κάλιο
χρωμικό κάλιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский