Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ισοφαρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ισοφαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [isɔfaˈrizɔ] VERB μεταβ (έξοδα)

ισοφαρίζω

II . ισοφαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [isɔfaˈrizɔ] VERB αμετάβ ΑΘΛ

ισοφαρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский