Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ισοσταθμίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ισοσταθμί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [isɔstaθˈmizɔ] VERB μεταβ

1. ισοσταθμίζω (ισοζυγιάζω):

ισοσταθμίζω

2. ισοσταθμίζω (εξισώνω):

ισοσταθμίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский