Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιδιοποίηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιδιοποίησ|η <-εις> [iðiɔˈpiisi] SUBST θηλ

ιδιοποίηση
Aneignung θηλ
δόλια ιδιοποίηση ΝΟΜ
παράνομη ιδιοποίηση

Παραδειγματικές φράσεις με ιδιοποίηση

δόλια ιδιοποίηση ΝΟΜ
παράνομη ιδιοποίηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский