Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιατρεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιατρεύω

ιατρεύω s. γιατρεύω

Βλέπε και: γιατρεύω

γιατρ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [jaˈtrɛvɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский