Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θωριά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θωριά [θɔˈri̯a] SUBST θηλ

1. θωριά (εμφάνιση):

θωριά
Aussehen ουδ

2. θωριά (χρώμα προσώπου):

θωριά
Gesichtsfarbe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский