γεωλογικ|ός <-ή, -ό> [jɛɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ
θεολογικ|ός <-ή, -ό> [θɛɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ
εκλογικ|ός <-ή, -ό> [ɛklɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. εκλογικός (σχετικός με τις εκλογές):
2. εκλογικός (σχετικός με τον εκλογικό αγώνα):
νεολογικ|ός <-ή, -ό> [nɛɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ
ρεολογικ|ός <-ή, -ό> [rɛɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.