Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θεσπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεσπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [θɛsˈpizɔ] VERB μεταβ (νόμο)

θεσπίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский