Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θεραπεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεραπεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [θɛraˈpɛvɔ] VERB μεταβ

1. θεραπεύω (τον ασθενή, την ασθένεια: καταπολεμώ):

θεραπεύω

2. θεραπεύω (τον ασθενή: απαλλάσσω από ασθένεια):

θεραπεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский