Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θέλγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θέλ|γω <-ξα, -χτηκα> [ˈθɛlɣɔ] VERB μεταβ

1. θέλγω (προσελκύω):

θέλγω

2. θέλγω (γοητεύω):

θέλγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский