Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηλεκτρολόγος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ηλεκτρολόγος [ilɛktrɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

1. ηλεκτρολόγος (τεχνίτης):

ηλεκτρολόγος
Elektriker(in) αρσ (θηλ)

2. ηλεκτρολόγος (μηχανολόγος):

ηλεκτρολόγος
Elektroingenieur(in) αρσ (θηλ)
ηλεκτρολόγος μηχανικός
Elektroingenieur(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με ηλεκτρολόγος

ηλεκτρολόγος μηχανικός
Elektroingenieur(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский