Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηλεκτρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ηλεκτρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ilɛkˈtrizɔ] VERB μεταβ και μτφ

ηλεκτρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский