Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζέσταμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζέσταμα [ˈzɛstama] SUBST ουδ

1. ζέσταμα (γενικά):

ζέσταμα
Erwärmen ουδ

2. ζέσταμα (φαγητού):

ζέσταμα
Warmmachen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский