Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εύχρηστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εύχρηστ|ος <-η, -ο> [ˈɛfxristɔs] ΕΠΊΘ

1. εύχρηστος (εργαλείο κτλ):

εύχρηστος

2. εύχρηστος (λέξη):

εύχρηστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский