Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εύρεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εύρεσ|η <-εις> [ˈɛvrɛsi] SUBST θηλ

1. εύρεση (η ενέργεια του βρίσκω):

εύρεση
Auffindung θηλ
Arbeitsamt ουδ

2. εύρεση (εφεύρεση):

εύρεση
Erfindung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εύρεση

εύρεση θηλ εργασίας (ως υπηρεσία)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский