Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εχτρεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εχθρεύ|ομαι [ɛxˈθrɛvɔmɛ], εχτρεύ|ομαι [ɛxˈtrɛvɔmɛ] <-τηκα> VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. εχθρεύομαι (μισώ):

2. εχθρεύομαι (αποστρέφομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский