εφαπτομένη [ɛfaptɔˈmɛni] SUBST θηλ
1. εφαπτομένη ΜΑΘ (γραμμή):
2. εφαπτομένη ΜΑΘ (λόγος):
-  
 -  Tangens αρσ
 
επόμεν|ος <-η, -ο> [ɛˈpɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ
1. επόμενος (που έρχεται μετά):
εναγόμενος (εναγομένη) [ɛnaˈɣɔmɛnɔs, ɛnaɣɔˈmɛni] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)
συνεφαπτομενικ|ός <-ή, -ό> [sinɛfaptɔmɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ
αναπτυσσόμεν|ος <-η, -ο> [anaptiˈsɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- ευωδιάζω
 - ευωδιαστός
 - ευώνυμος
 - ευωχία
 - έφαγ-
 - εφαπτόμενος
 - εφαρμογή
 - εφαρμόζω
 - εφαρμόσιμος
 - εφαρμοστής
 - εφαρμοστός