Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευνοούμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ευνοούμεν|ος <-η, -ο> [ɛvɔˈumɛnɔs] ΕΠΊΘ

II . ευνοούμεν|ος <-η, -ο> [ɛvɔˈumɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

ευνοούμενος
Günstling αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ευνοούμενος

πλέον ευνοούμενος ΟΙΚΟΝ
είμαι ευνοούμενος του κόμματος
είμαι ευνοούμενος της τύχης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский