Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ευεργετικός , ευεργεσία , ευεργέτημα , ευεργετώ , πυρίτιδα και ευεργέτης

ευεργετικ|ός <-ή, -ό> [ɛvɛrjɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ευεργετ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛvɛrjɛˈtɔ] VERB μεταβ

ευεργέτημα [ɛvɛrˈjɛtima] SUBST ουδ

1. ευεργέτημα (ευεργεσία):

Wohltat θηλ

ευεργεσία [ɛvɛrjɛˈsia] SUBST θηλ (πράξη)

ευεργέτης (ευεργέτισσα) [ɛvɛrˈjɛtis, ɛvɛrˈjɛtisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πυρίτιδα [piˈritiða] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский