Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευδοκίμηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευδοκίμησ|η <-εις> [ɛvðɔˈcimisi] SUBST θηλ

1. ευδοκίμηση (προκοπή):

ευδοκίμηση
Fortkommen ουδ

2. ευδοκίμηση (επιτυχία):

ευδοκίμηση
Erfolg αρσ

3. ευδοκίμηση (σχεδίων κτλ):

ευδοκίμηση
Gedeihen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский