Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ετερόρρυθμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ετερόρρυθμ|ος <-η, -ο> [ɛtɛˈrɔriθmɔs] ΕΠΊΘ

1. ετερόρρυθμος (διαφορετικής μορφής):

ετερόρρυθμος

ιδιωτισμοί:

ετερόρρυθμος εταίρος
Kommanditist αρσ
ετερόρρυθμος εταίρος

Παραδειγματικές φράσεις με ετερόρρυθμος

ετερόρρυθμος εταίρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский