Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εσκεμμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εσκεμμέν|ος <-η, -ο> [ɛscɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

εσκεμμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский