Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερυθρόδερμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ερυθρόδερμ|ος <-η, -ο> [ɛriˈθrɔðɛrmɔs] ΕΠΊΘ

ερυθρόδερμος

II . ερυθρόδερμ|ος [ɛriˈθrɔðɛrmɔs] SUBST mf

ερυθρόδερμος
ερυθρόδερμος
Rothaut θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский