Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εργοστασιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εργοστασιακ|ός <-ή, -ό> [ɛrɣɔstasiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

εργοστασιακός
Fabrik-
Fabrikanlagen θηλ πλ
εργοστασιακός εξοπλισμός

Παραδειγματικές φράσεις με εργοστασιακός

εργοστασιακός εξοπλισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский